O Ελληνας τσολιάς στο εξώφυλλο του αμερικανικού περιοδικού LIFE – Η ιστορία πίσω από τη φωτογραφία
Ένας φουστανελάς στρατιώτης, ανεβασμένος στον βράχο της Ακρόπολης, σημαίνει με την τρομπέτα του τη νίκη των Ελλήνων έναντι των δυνάμεων των Ιταλών.
Το εξώφυλλο του αμερικανικού περιοδικού LIFE αποτυπώνει ένα αμιγώς ελληνικό σκηνικό, εκθειάζοντας την επιτυχία των ελληνικών στρατευμάτων στο αλβανικό μέτωπο. Ο πόλεμος έχει εξαπλωθεί για τα καλά στη Γηραιά Ήπειρο και η νίκη των Ελλήνων επί των Ιταλών είναι από τις πρώτες θετικές ειδήσεις στο στρατόπεδο των Συμμάχων.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1940, σχεδόν δύο μήνες από την αρνητική απάντηση της Αθήνας στο τελεσίγραφο της Ρώμης, το περιοδικό LIFE αποτυπώνει τον ελληνικό άθλο στα βουνά της Ηπείρου με μια φωτογραφία μιας διάσημης Ελληνίδας ζωγράφου που ως τότε μένει μόνιμα στην Αμερική. Ο Έλληνας εύζωνας στέκει πάνω σε έναν βράχο, με τα ερείπια ενός αρχαίου ναού πίσω του και κρατώντας μια τρομπέτα στο χέρι. Η φωτογραφία του συνοδεύεται απλώς από τις λέξεις «Έλληνας στρατιώτης».
Ο φουστανελάς από την Ελλάδα στο εξώφυλλο του LIFE
Ξεφυλλίζοντας το περιοδικό, στην πρώτη σελίδα όπου αναγράφονται τα περιεχόμενα, μια σύντομη περιγραφή εξηγεί στο αμερικανικό κοινό την φωτογραφία του εξωφύλλου.
«Ο φουστανελάς στρατιώτης στο εξώφυλλο είναι ένας Έλληνας Εύζωνας (που σημαίνει κυριολεκτικά πολύ καλά ζωσμένος). Τα πέντε ελληνικά τάγματα Ευζώνων που ειδικεύονται στη μάχη στα βουνά απέκτησαν μέσα σε έξι εβδομάδες φήμη που τους κατατάσσει μεταξύ των πιο επιδέξιων στρατευμάτων στο χιόνι. Πολεμώντας υπό αυτές τις συνθήκες οδήγησαν σε μια αναπάντεχη νίκη επί του ιταλικού στρατού τον οποίον απώθησαν από τα ελληνικά σύνορα στις αλβανικές ακτές. Αυτό, ενάντια σε κάθε κανόνα, αφού οι Έλληνες υποτίθεται πως θα ηττούντο σε χρόνο μηδέν. Την τελευταία φορά που πολέμησαν,
το 1922, υπέστησαν δεινή ήττα από τους Τούρκους. Στη μάχη οι Εύζωνες φορούν χακί φουστανέλες» γράφει η επεξήγηση του εξωφύλλου.
Η νίκη των Ελλήνων στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο στον ξένο Τύπο
Το περιοδικό δεν περιλαμβάνει κάποιο ειδικό αφιέρωμα στους εύζωνες, ωστόσο η επιλογή του εξωφύλλου ερμηνεύεται – σήμερα τουλάχιστον – σαν ένα σάλπισμα των συμμαχικών δυνάμεων απέναντι σε εκείνες του Άξονα και τη ναζιστική απειλή που τη δεδομένη στιγμή μοιάζει ανίκητη απέναντι σε οποιονδήποτε στρατό. Σε άλλη αναφορά στο αλβανικό μέτωπο μέσα στο ίδιο τεύχος του περιοδικού LIFE, γίνεται αναφορά στην προσφώνηση των Ελλήνων στρατιωτών εναντίον του Ιταλών, ως «μακαρονάδες».
«Στα αλβανικά όρη, οι σκληροτράχηλοι μικροί πολεμιστές της Ελλάδας, κυνήγησαν τους Ιταλούς πίσω στην ακτή. «Δεν περίμενα», μετέδιδε ο δημοσιογράφος Λέλαντ Στόου στην Σικάγο Daily News, «να δω άλλον στρατό που να μπορεί να συγκριθεί επάξια, άνδρας προς άνδρα, με τους Φινλανδούς πολεμιστές, αλλά βρήκα έναν εδώ στην Ελλάδα». Καθώς πραγματοποιούσαν έφοδο μαζί με τα μουλάρια τους οι Έλληνες φώναζαν «Μακαρονάδες!» και έκαναν με χαρά χειρονομίες για το τι θα κάνουν στους Ιταλούς όταν τους πιάσουν» αναγράφεται σε μια στήλη του περιοδικού που περιγράφει πως το αλβανικό φιάσκο ανάγκαζε τη Ρώμη και το καθεστώς Μουσολίνι να αλλάξει την ηγεσία στον ιταλικό στρατό.
Το δημοσίευμα του περιοδικού LIFE δεν ήταν το μόνο στο εξωτερικό που εκθείαζε την επιτυχία των Ελλήνων κατά των Ιταλών. Από δημοσιεύσεις της εποχής ξεπηδά και το απόσπασμα του περιοδικού TIME που έγραφε: «Πράγματα από τα οποία είναι φτιαγμένοι οι μύθοι, έλαβαν χώρα πρόσφατα στην Ελλάδα. Οι Έλληνες μίλησαν και έδρασαν σαν φυλή Γιγάντων 8 μέτρα ψηλών, που κραδαίνουν αστραπές και συνθλίβουν ανθρώπους».
Τα τάγματα των Ευζώνων στον ελληνικό στρατό
Διαβάζοντας περισσότερα για τους Εύζωνες, που σήμερα αναγνωρίζουμε κατά βάση από την προεδρική φρουρά, εντοπίσαμε τις πληροφορίες της ίδιας της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Την Ευζωνική στολή, έτσι όπως την ξέρουμε σήμερα, τη βλέπουμε, σε πίνακες της περιόδου της Τουρκοκρατίας (1453-1821), να τη φορούν οι αρματωλοί και οι κλέφτες.
Ο τσολιάς, με την φουστανέλα και το τσαρούχι, γίνεται σύμβολο της Εθνεγερσίας. Μετά την Επανάσταση του 1821 η στολή του Εύζωνα καθιερώνεται επίσημα σαν Εθνική ενδυμασία όλων των οπλαρχηγών και αγωνιστών της επαναστάσεως.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα Συντάγματα Ευζώνων αναδιοργανώθηκαν και συγκροτήθηκαν σε σύγχρονες Μονάδες Πεζικού μέσα στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας.
Η στολή των Ευζώνων έχει μακρά ιστορία. Ο τύπος της αρχίζει να διαμορφώνεται από την εποχή του Ομήρου με τους “καλά-ζωσμένους” μαχητές που ονομάζοντας Εύζωνες (ευ-ζώνες) και ολοκληρώνεται κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας σε συγκεκριμένο τύπο στολής, με τη φουστανελά και το τσαρούχι. Απ’ο το 1821 και μετά η ευζωνική στολή καθιερώθηκε ως επίσημη Εθνική ενδυμασία.
Η κατασκευή της Ευζωνικής στολής δεν είναι μια απλή διαδικασία. Απαιτεί γνώσεις, πείρα εκ μέρους των κατασκευαστών, πολύ χρόνο και μεγάλο κόστος. Οι στολές είναι εξ’ ολοκλήρου χειροποίητες. Υπάρχουν δυο τύποι στολής: αυτή του αξιωματικού και εκείνη του οπλίτου και διακρίνεται σε χειμερινή και θερινή.
Η φωτογράφος Nelly’s και τα διάσημα πορτρέτα της
Φωτογράφος πίσω από το πορτρέτο που έγινε εξώφυλλο στο LIFE είναι η Έλλη Σουγιουλτζόγλου -Σεραϊδάρη, γνωστή ως Nelly’s. Μυήθηκε στα μυστικά της φωτογραφίας από Γερμανούς δασκάλους πριν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα το 1924. Εκεί θα ανοίξει φωτογραφικό στούντιο στην οδό Ερμού με τα πορτρέτα της να αποτυπώνουν πιο γλαφυρά από κάθε άλλο καλλιτέχνη την αθηναϊκή κοινωνία του Μεσοπολέμου.
Η Nelly’s υπήρξε, όπως η ίδια δήλωνε, φωτογράφος της βασιλικής οικογένειας και της ελληνικής κυβέρνησης, στην περίοδο του καθεστώτος Μεταξά. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο Camera Graeca, η φωτογράφος ήρθε σε επαφή και με το ναζιστικό καθεστώς, όταν επισκέφτηκε το Βερολίνο το 1937. Ανέλαβε τη φωτογράφηση του Μουσολίνι κατά την είσοδό του στο στάδιο της πόλης, ενώ καθόταν σε προνομιακή θέση, δυο σειρές πάνω από τους Χίτλερ και Μουσολίνι. Στο ίδιο βιβλίο, αναφέρεται πως η Nelly’s επισκέφτηκε και τον Γκέμπελς στο σπίτι του.
Η φωτογράφος ταξίδεψε το 1939 στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να βρεθεί στο ελληνικό περίπτερο στην Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης. Ο πόλεμος βρήκε εκείνη και τη σύζυγό της στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου συνέχισε τη ζωή και την καριέρα της για τα επόμενα 27 χρόνια.