Ο οίκος αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών κατά μία βαθμίδα, θέτοντας τις προοπτικές σε σταθερές. Το rating της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank και της Alpha Bank ανήλθε σε “B+” από “B” και της Τράπεζας Πειραιώς ανήλθε σε “B” από “B-“.
Όπως τόνισε ο οίκος, η ορατή αύξηση των εγχώριων καταθέσεων σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη εκκαθάριση των ισολογισμών και οι νομισματικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στη χρηματοδότηση TLTRO της ΕΚΤ, έχουν οδηγήσει σε βελτιώσεις στις μετρήσεις χρηματοδότησης και ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες, όπως επεσήμανε, ενώ πρόσθεσε ότι “η ποιότητα κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, λόγω του υψηλού μεριδίου της αναβαλλόμενης φορολογίας DTC στις κεφαλαιακές τους βάσεις, ενώ παραγωγική τους ικανότητα περιορίζει την κεφαλαιοποίηση”.
Πλέον, όπως σημειώνει, τα ρευστά περιουσιακά στοιχεία και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών καλύπτουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησής τους περισσότερο από επαρκώς. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επίσης αποκτήσει πρόσβαση σε χρηματοδότηση συμφωνιών επαναγοράς από διατραπεζικές αγορές στο εξωτερικό. Ως αποτέλεσμα, ο κίνδυνος ρευστότητας είναι ουδέτερος και αυτό αποτυπώνεται στην αξιολόγηση για τις Alpha Bank, Eurobank, Εθνική και Πειραιώς, οδηγώντας έτσι στην αναβάθμισή τους.
Σε ότι αφορά στα NPEs, η S&P αναφέρει πως οι ελληνικές τράπεζες, έχουν μειώσει την κληρονομίας των κόκκινων δανείων κατά περισσότερο από 30 δισ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια. Έχουν αξιοποιήσει το σχέδιο “Ηρακλής” ενώ αναμένεται οι προσπάθειες αυτές να συνεχιστούν μέσω μεγάλων τιτλοποιήσεων NPE.
Δεδομένου του πολύ μεγάλου όγκου των συνεχιζόμενων και των επερχόμενων πωλήσεων NPE, ο οίκος αναμένει ότι οι δείκτες NPE των τραπεζών θα συνεχίσουν να βελτιώνονται κατά τη διάρκεια του 2021 και του 2022, παρά τις νέες εισροές που θα προκύψουν λόγω της πανδημίας COVID-19.
Σε ό,τι αφορά τις εγχώριες καταθέσεις, ο οίκος σημειώνει ότι αυξήθηκαν κατά περισσότερο από περίπου 21 δισ. ευρώ τα τελευταία δύο χρόνια και έφτασαν τα 173,7 δισ. ευρώ στο τέλος του έτους 2020. Ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις το 2020 βελτιώθηκε στο 90% από 103% το 2019.
Επιπλέον, το έκτακτο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ, αναμένεται να συνεχίσει να απορροφά τα οικονομικά σοκ που οφείλονται στην πανδημία COVID-19, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Η απόφαση της ΕΚΤ να θεωρήσει τα ελληνικά ομόλογα ως επιλέξιμα για το TLTRO ήταν αρκετά επωφελής για τις τράπεζες, ιδίως για το κόστος χρηματοδότησής τους. Εκτός από τo waiver για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, η ΕΚΤ αποδέχεται τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ως εγγύηση στις πράξεις επαναγοράς της, ενισχύοντας περαιτέρω την στήριξη της ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα. Ο συνολικός δανεισμός των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών μέσω του προγράμματος υπερέβη τα 40 δισ. ευρώ στις 30 Μαρτίου 2021.
Ωστόσο, όπως τονίζει ο οίκος, η αποκατάσταση της κερδοφορίας και τα ακόμη αδύναμα κεφάλαια παραμένουν βασικές προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες. Ακόμη και σε ένα πλαίσιο βελτίωσης των οικονομικών προοπτικών, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ δρόμο ακόμη για να βελτιώσουν την κερδοφορία τους. Η πίεση στα περιθώρια και στα έσοδα από προμήθειες θα επικρατήσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022, όπως εκτιμά ο οίκος.
Παράλληλα, η αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό της ανάκαμψης της οικονομίας συνεχίζεται, δεδομένης της εμφάνισης διαδοχικών κυμάτων της πανδημίας στην Ελλάδα και των κύριων εμπορικών εταίρων, κάτι που θα μπορούσε να καθυστερήσει την ανάκαμψη στους τομείς των υπηρεσιών και του τουρισμού.
Η S&P αναμένει αύξηση του κόστους κινδύνου για τους επόμενους 12-18 μήνες για την κάλυψη των πρόσθετων προβλέψεις που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των πωλήσεων NPE, ή για δάνεια υπό αναστολή, με το default rate να αναμένεται κοντά στο 25%.